Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

confinement (en)

Συγγενικά επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
confinement confinements

  Ουσιαστικό επεξεργασία

confinement (fr) αρσενικό

  1. ο εγκλεισμός, η κράτηση
  2. (ειδικότερα) η απαγόρευση που γίνεται σε έναν ασθενή να βγει από το δωμάτιό του
    → δείτε τη λέξη quarantaine

Συγγενικά επεξεργασία