Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εγκλεισμός οι εγκλεισμοί
      γενική του εγκλεισμού των εγκλεισμών
    αιτιατική τον εγκλεισμό τους εγκλεισμούς
     κλητική εγκλεισμέ εγκλεισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκλεισμός, λόγια λέξη < (ελληνιστική κοινή) ἐγκλεισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εγκλεισμός αρσενικό

  1. η ενέργεια με την οποία κάποιος υποχρεώνεται να παραμείνει για κάποιο χρόνο περιορισμένος σε κλειστό χώρο (σωφρονιστικό ίδρυμα, φυλακή, ψυχιατρείο ή στο σπίτι του)· το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας
    με αφορμή τον εγκλεισμό δύο ανηλίκων σε σωφρονιστικό ίδρυμα για μικροαδικήματα κατατέθηκε ερώτηση στη Βουλή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία