Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
έγκλειστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
έγκλειστ
ος
η
έγκλειστ
η
το
έγκλειστ
ο
γενική
του
έγκλειστ
ου
της
έγκλειστ
ης
του
έγκλειστ
ου
αιτιατική
τον
έγκλειστ
ο
την
έγκλειστ
η
το
έγκλειστ
ο
κλητική
έγκλειστ
ε
έγκλειστ
η
έγκλειστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
έγκλειστ
οι
οι
έγκλειστ
ες
τα
έγκλειστ
α
γενική
των
έγκλειστ
ων
των
έγκλειστ
ων
των
έγκλειστ
ων
αιτιατική
τους
έγκλειστ
ους
τις
έγκλειστ
ες
τα
έγκλειστ
α
κλητική
έγκλειστ
οι
έγκλειστ
ες
έγκλειστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
έγκλειστος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
έγκλειστος
που παραμένει
απομονωμένος
σε ένα κλειστό χώρο, με τη θέλησή του ή με τη βία
Συνώνυμα
επεξεργασία
φυλακισμένος
εσώκλειστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
έγκλειστος
γαλλικά
:
enfermé
(fr)
,
confiné
(fr)
,
reclus
(fr)
,
séquestré
(fr)
ισπανικά
:
recluso
(es)
,
preso
(es)
πολωνικά
:
więzień
(pl)
,
aresztant
(pl)