Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εσώκλειστος η εσώκλειστη το εσώκλειστο
      γενική του εσώκλειστου της εσώκλειστης του εσώκλειστου
    αιτιατική τον εσώκλειστο την εσώκλειστη το εσώκλειστο
     κλητική εσώκλειστε εσώκλειστη εσώκλειστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εσώκλειστοι οι εσώκλειστες τα εσώκλειστα
      γενική των εσώκλειστων των εσώκλειστων των εσώκλειστων
    αιτιατική τους εσώκλειστους τις εσώκλειστες τα εσώκλειστα
     κλητική εσώκλειστοι εσώκλειστες εσώκλειστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εσώκλειστος < εσωκλείω + -τος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ci-inclus)

  Επίθετο επεξεργασία

εσώκλειστος

  1. (για πράγμα) που έχει εσωκλειστεί (σε φάκελο, κουτί κ.λπ.)
    ※  Το ποίημα θα πρέπει να σταλεί σε πέντε δακτυλογραφημένα αντίτυπα υπογεγραμμένα με ψευδώνυμο του συμμετέχοντα, ενώ σε εσώκλειστο φάκελο θα πρέπει να αναγραφούν τα στοιχεία του και το όνομά του (Επώνυμο, Όνομα, Διεύθυνση, τηλέφωνα επικοινωνίας, e-mail). (εφ. Το Βήμα, 17/9/2012)
  2. (για άνθρωπο) εσωτερικός, έγκλειστος
    ※  Η απόσταση, ωστόσο, από το οικογενειακό περιβάλλον θα μεγαλώσει και με έναν άλλον τρόπο, αφού ο ίδιος θα μείνει πάντοτε εσώκλειστος στο σχολείο του: ως την ώρα που θα πάρει το απολυτήριό του και θα δοκιμάσει τα πρώτα βήματα της ελευθερίας του. (εφ. Το Βήμα, 17/4/2014)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία