εσώκλειστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εσώκλειστος < εσωκλείω + -τος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ci-inclus)
Επίθετο
επεξεργασίαεσώκλειστος
- (για πράγμα) που έχει εσωκλειστεί (σε φάκελο, κουτί κ.λπ.)
- ※ Το ποίημα θα πρέπει να σταλεί σε πέντε δακτυλογραφημένα αντίτυπα υπογεγραμμένα με ψευδώνυμο του συμμετέχοντα, ενώ σε εσώκλειστο φάκελο θα πρέπει να αναγραφούν τα στοιχεία του και το όνομά του (Επώνυμο, Όνομα, Διεύθυνση, τηλέφωνα επικοινωνίας, e-mail). (εφ. Το Βήμα, 17/9/2012)
- (για άνθρωπο) εσωτερικός, έγκλειστος
- ※ Η απόσταση, ωστόσο, από το οικογενειακό περιβάλλον θα μεγαλώσει και με έναν άλλον τρόπο, αφού ο ίδιος θα μείνει πάντοτε εσώκλειστος στο σχολείο του: ως την ώρα που θα πάρει το απολυτήριό του και θα δοκιμάσει τα πρώτα βήματα της ελευθερίας του. (εφ. Το Βήμα, 17/4/2014)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εσωκλείω