φάκελο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φάκελο | τα | φάκελα |
γενική | του | φάκελου & φακέλου |
των | φάκελων & φακέλων |
αιτιατική | το | φάκελο | τα | φάκελα |
κλητική | φάκελο | φάκελα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φάκελο < φάκελος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφάκελο ουδέτερο
- (ανεπίσημο) ο χάρτινος φάκελος
- μας τελειώσανε τα φάκελα, πήγαινε να πάρεις μερικά για να στείλουμε την αλληλογραφία
Μεταφράσεις
επεξεργασία φάκελο
|