εσωκλείω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εσωκλείω < εσω- + κλείω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική inclure)
Ρήμα
επεξεργασίαεσωκλείω (παθητική φωνή: εσωκλείομαι)
- τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο (π.χ. σε φάκελο αλληλογραφίας)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- εσώκλειστα
- εσώκλειστος
- εσωκλείστως
- → δείτε τις λέξεις έσω και κλείνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εσωκλείω
|