Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εσωκλείστως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐσωκλείστως. Συγχρονικά αναλύεται σε εσώκλειστ(ος) + -ως.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.soˈkli.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐σω‐κλεί‐στως
τονικό παρώνυμο: εσώκλειστος

  Επίρρημα επεξεργασία

εσωκλείστως

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία