κλείω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κλείω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλείω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλεί‐ω
- τονικό παρώνυμο: Κλειώ
ΡήμαΕπεξεργασία
κλείω
- (απαρχαιωμένο) κλείνω
- ※ Τον πλένει από τες σκόνες κι απ' τα αίματα·
κλείει τες φοβερές πληγές, μη αφίνοντας
κανένα ίχνος να φανεί· […] - απαντά σε σύνθετα ρήματα
- ※ Τον πλένει από τες σκόνες κι απ' τα αίματα·
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κλείω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- κλείω < → δείτε τη λέξη κλείς. Από θέμα κλαϝ- > κλαϝ-j-ω > κλα-ί-ω > Ιωνικό κλη-ΐ-ω > κλῄω στην Παλαιά Αττική > κλείω στην Αττική διάλεκτο από τον 4ο αι. και μετά. (Συγγενική η λατινική claudo).
- Πρόσληψη -σ- στον παθητικό μέλλοντα και αόριστο, στον μεταγενέστερο παθητικό παρακείμενο, και σε παράγωγα (κλειστός)
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | κλείω | κλείομαι |
Παρατατικός | ἔκλειον | ἐκλειόμην |
Μέλλοντας | κλείσω | κλείσομαι & κλεισθήσομαι |
Αόριστος | ἔκλεισα | ἐκλεισάμην & ἐκλείσθην |
Παρακείμενος | κέκλεικα | κέκλειμαι, μεταγεν: κέκλεισμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐκεκλείκειν | ἐκεκλείμην, μεταγεν: ἐκεκλείσμην |
Συντελ.Μέλλ. | κεκλεικώς ἔσομαι |
ΡήμαΕπεξεργασία
κλείω ή παλαιότερο κλῄω
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- Η γραφή με -ει- και με -η- απαντά σε όλους τους χρόνους.
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- ἀντικατακλείω
- ἀποκλείω
- διακλείω
- ἐγκατακλείω
- ἐγκλείω
- εἰσαποκλείω
- εἰσκλείω
- ἐκκλείω
- ἐμπερικλείω
- ἐναποκλείω
- ἐνικλείω (επικό του ἐγκλείω)
- ἐπικλείω (με την έννοια 'κλείνω' )
- κατακλείω
- παρακλείω
- περικλείω
- προαποκλείω
- προσκατακλείω
- προσκλείω
- συγκατακλείω
- συγκλείω
- συμπερικλείω
- συναποκλείω
- ὑποκατακλείω
- ὑποκλείω
Επεξεργασία
- κλεῖθρον, κλῇθρον
- κλείς, κλῄς, κλειδίον
- κλεῖσις, κλῇσις ("κατηγορία")
- κλεῖσμα
- κλειστός, κλῃστός
- κλοιός
ΚλίσηΕπεξεργασία
κλείω - ενεργητικοί τύποι
|
κλείομαι - μεσοπαθητικοί τύποι
|
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- κλείω επικός τύπος < κλέω
ΡήμαΕπεξεργασία
κλείω
- επικός τύπος του κλέω (με σημασία: "εγκωμιάζω")
Ετυμολογία 3Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
κλείω
- επικός τύπος του κλέω (με σημασία: "καλώ"), άλλης μορφής του καλέω
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- μετακλείω ("καλώ με νέο όνομα")
Επεξεργασία
- κλείω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλείω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.