κλείς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλείς < πρωτοελληνική *klāwī́ds < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kleh₂us (μέσο ασφάλισης / κλειδώματος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλείς θηλυκό
- αυτό που εξυπηρετεί στο κλείσιμο
- μοχλός ή μάνταλο, σύρτης, που σύρεται έξω ή μέσα με λουκέτο ή ιμάντα
- κλειδί ή είδος γάντζου ή άγκιστου, μέσω του οποίου σφαλιζόταν ή απασφαλιζόταν απέξω η αμπάρα
- κλειδί
- (μεταφορικά) επιβεβλημένη ησυχία
- άγκιστρο ή γλώσσα πόρπης, αγκράφας
- (ανατομία) κλείδα ώμου (επειδή «κλειδώνει» το λαιμό και το θώρακα μαζί)
- κωπηλατικός πάγκος, που κλείδωνε μαζί τις πλευρές του πλοίου
- πορθμός θάλασσας, χαμηλή νησίδα, ξέρα μίας χώρας
- στενό, ισθμός
Πηγές
επεξεργασία- κλείς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλείς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.