κλείς
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κλείς < πρωτοελληνική *klāwī́ds < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kleh₂us (μέσο ασφάλισης / κλειδώματος)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κλείς θηλυκό
- αυτό που εξυπηρετεί στο κλείσιμο
- μοχλός ή μάνταλο, σύρτης, που σύρεται έξω ή μέσα με λουκέτο ή ιμάντα
- κλειδί ή είδος γάντζου ή άγκιστου, μέσω του οποίου σφαλιζόταν ή απασφαλιζόταν απέξω η αμπάρα
- κλειδί
- (μεταφορικά) επιβεβλημένη ησυχία
- άγκιστρο ή γλώσσα πόρπης, αγκράφας
- κλείδα ώμου, που ονομάστηκε ούτως, επειδή <<κλειδώνει>> το λαιμό και το θώρακα μαζί
- κωπηλατικός πάγκος, που κλείδωνε μαζί τις πλευρές του πλοίου
- πορθμός θάλασσας, χαμηλή νησίδα, ξέρα μίας χώρας
- στενό, ισθμός