πορθμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πορθμός | οι | πορθμοί |
γενική | του | πορθμού | των | πορθμών |
αιτιατική | τον | πορθμό | τους | πορθμούς |
κλητική | πορθμέ | πορθμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πορθμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πορθμός[1] < περάω / περῶ < πέρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poɾˈθmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πορ‐θμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπορθμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πορθμός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πορθμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πορθμός | οἱ | πορθμοί |
γενική | τοῦ | πορθμοῦ | τῶν | πορθμῶν |
δοτική | τῷ | πορθμῷ | τοῖς | πορθμοῖς |
αιτιατική | τὸν | πορθμόν | τοὺς | πορθμούς |
κλητική ὦ! | πορθμέ | πορθμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πορθμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πορθμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πορθμός < περάω / περῶ < πέρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπορθμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πορθμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πορθμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.