ενικός         πληθυντικός  
détroit détroits

  Ετυμολογία

επεξεργασία
détroit < destreit < λατινική districtus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.tʁwa/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

détroit (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία