ενικός         πληθυντικός  
détroit détroits

Ετυμολογία

επεξεργασία
détroit < destreit < λατινική districtus

Ουσιαστικό

επεξεργασία

détroit (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία