στενό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στενό | τα | στενά |
γενική | του | στενού | των | στενών |
αιτιατική | το | στενό | τα | στενά |
κλητική | στενό | στενά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στενό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου στενός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /steˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐νό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστενό ουδέτερο
- o μικρός δρόμος σε μία πόλη ή χωριό
- (γεωγραφία) το χερσαίο ή θαλάσσιο πέρασμα ανάμεσα σε βουνά ή στεριά αντίστοιχα
Συγγενικά
επεξεργασία- Στενό (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαστενό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στενό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας