Δείτε επίσης: στενό

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Στενό τα Στενά
      γενική του Στενού των Στενών
    αιτιατική το Στενό τα Στενά
     κλητική Στενό Στενά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Στενό < στενό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου στενός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /steˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στε‐νό

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Στενό ουδέτερο

  1. συνθετικό ονομασίας στενών που χωρίζουν θαλάσσιες ή ορεινές περιοχές
    το Στενό του Γιβραλτάρ
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

  Μεταφράσεις επεξεργασία