στενά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
στενά < στενός
Επίρρημα επεξεργασία
στενά
Μεταφράσεις επεξεργασία
στενά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
στενά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στενό
Δείτε επίσης : Στενά |
στενά < στενός
στενά
στενά