πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στενότητα οι στενότητες
      γενική της στενότητας των στενοτήτων
    αιτιατική τη στενότητα τις στενότητες
     κλητική στενότητα στενότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
στενότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στενότης από την αιτιατική ενικού «τὴν στενότητα»

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στενότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του στενού
      στενότητα χώρου
  2. εγγύτητα
      στενότητα σχέσεων
  3. (μεταφορικά) έλλειψη, ανεπάρκεια, έλλειψη εύρους
      στενότητα οικονομικών πόρων
      στενότητα αντιλήψεων

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

στενότητα θηλυκό