Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στενότητα οι στενότητες
      γενική της στενότητας των στενοτήτων
    αιτιατική τη στενότητα τις στενότητες
     κλητική στενότητα στενότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στενότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στενότης από την αιτιατική ενικού «τὴν στενότητα»

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /steˈno.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στε‐νό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στενότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του στενού
    στενότητα χώρου
  2. εγγύτητα
    στενότητα σχέσεων
  3. (μεταφορικά) έλλειψη, ανεπάρκεια, έλλειψη εύρους
    στενότητα οικονομικών πόρων
    στενότητα αντιλήψεων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

στενότητα θηλυκό