Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στενότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
στενότητ
α
οι
στενότητ
ες
γενική
της
στενότητ
ας
των
στενοτήτ
ων
αιτιατική
τη
στενότητ
α
τις
στενότητ
ες
κλητική
στενότητ
α
στενότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
στενότητα
<
αρχαία ελληνική
στενότης
<
στενός
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
στενότητα
θηλυκό
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
στενότητα