Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγγύτητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Δείτε επίσης
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εγγύτητ
α
οι
εγγύτητ
ες
γενική
της
εγγύτητ
ας
των
εγγυτήτ
ων
αιτιατική
την
εγγύτητ
α
τις
εγγύτητ
ες
κλητική
εγγύτητ
α
εγγύτητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εγγύτητα
<
ελληνιστική κοινή
ἐγγύτης
<
ἐγγύς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εγγύτητα
θηλυκό
το να βρίσκεται
κάποιος
εγγύς
,
κοντά
, σε μικρή
απόσταση
Συνώνυμα
επεξεργασία
γειτνίαση
πλησίασμα
Αντώνυμα
επεξεργασία
απόσταση
απόκλιση
Δείτε επίσης
επεξεργασία
απομάκρυνση
ομοιότητα
συνάφεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγγύτητα
αγγλικά
:
proximity
(en)
,
vicinity
(en)
γαλλικά
:
proximité
(fr)
γερμανικά
:
Nähe
(de)
δανικά
:
nærhed
(da)