Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
vicinity vicinities

  Ουσιαστικό επεξεργασία

vicinity (en) (συνήθως στον ενικό)

  • (μάλλον επίσημο) κοντά, η γειτονιά, η περιοχή γύρω από ένα συγκεκριμένο μέρος
    If you live in the vicinity of an airport…
    Αν ζεις πολύ κοντά σε ένα αεροδρόμιο…
    There is no good school in the vicinity.
    Δεν υπάρχει καλό σχολείο σε αυτή τη γειτονιά.
     συνώνυμα: neighbourhood

  Πηγές επεξεργασία