ενικός         πληθυντικός  
neighbourhood neighbourhoods

  Ετυμολογία

επεξεργασία
neighbourhood < neighbour + -hood

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

neighbourhood (en) (βρετανική γραφή)

  1. η γειτονιά, η περιοχή μιας πόλης ή τους ανθρώπους που ζουν εκεί
    ⮡  a nice/friendly neighbourhood - καλή/φιλική γειτονιά
    ⮡  This neighbourhood is not safe.
    Η γειτονιά αυτή δεν είναι ασφαλής.
    ⮡  He lives in our neighbourhood.
    Μένει στη γειτονιά μας.
  2. η γειτονιά, η γειτνίαση, η περιοχή στην οποία βρίσκομαι ή η περιοχή κοντά σε ένα συγκεκριμένο μέρος
    ⮡  There aren’t any good schools in this neighbourhood.
    Δεν υπάρχει καλό σχολείο σε αυτή τη γειτονιά.
    ⮡  These lands are located in the immediate neighbourhood of the settlement.
    Οι εκτάσεις αυτές βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με τον οικισμό.
     συνώνυμα: vicinity

Εκφράσεις

επεξεργασία

Άλλες γραφές

επεξεργασία