neighbourhood
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
neighbourhood | neighbourhoods |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαneighbourhood (en) (βρετανική γραφή)
- η γειτονιά, η περιοχή μιας πόλης ή τους ανθρώπους που ζουν εκεί
- ⮡ a nice/friendly neighbourhood - καλή/φιλική γειτονιά
- ⮡ This neighbourhood is not safe.
- Η γειτονιά αυτή δεν είναι ασφαλής.
- ⮡ He lives in our neighbourhood.
- Μένει στη γειτονιά μας.
- η γειτονιά, η γειτνίαση, η περιοχή στην οποία βρίσκομαι ή η περιοχή κοντά σε ένα συγκεκριμένο μέρος
Εκφράσεις
επεξεργασίαΆλλες γραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- neighbourhood - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 183. ISBN 9780194325684., λήμμα: γειτονιά