Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γειτνίαση οι γειτνιάσεις
      γενική της γειτνίασης* των γειτνιάσεων
    αιτιατική τη γειτνίαση τις γειτνιάσεις
     κλητική γειτνίαση γειτνιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γειτνιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γειτνίαση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γειτνίαση θηλυκό (λόγιο)

  1. το να είναι κανείς γείτονας με κάποιον
  2. το να συνορεύει κανείς με κάποιον άλλο

  Μεταφράσεις επεξεργασία