Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνορεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνορεύω
<
σύνορο
+
-εύω
Ρήμα
επεξεργασία
συνορεύω
έχω
τα ίδια
σύνορα
με άλλον
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνορεύω
αγγλικά
:
border
(en)
γαλλικά
:
avoir
(fr)
des
frontières
(fr)
avec
(fr)
,
être
(fr)
limitrophe
(fr)
de