Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

συνορεύω < σύνορο + -εύω

  ΡήμαΕπεξεργασία

συνορεύω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία