πλησίασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pliˈsi.a.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλη‐σί‐α‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλησίασμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλησιάζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πλησίον
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πλησίασμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πλησίασμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πλησιασματ- | |||||
ονομαστική | τὸ | πλησίασμᾰ | τὰ | πλησιάσμᾰτᾰ | |
γενική | τοῦ | πλησιάσμᾰτος | τῶν | πλησιασμᾰ́των | |
δοτική | τῷ | πλησιάσμᾰτῐ | τοῖς | πλησιάσμᾰσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | πλησίασμᾰ | τὰ | πλησιάσμᾰτᾰ | |
κλητική ὦ! | πλησίασμᾰ | πλησιάσμᾰτᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλησιάσμᾰτε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πλησιασμᾰ́τοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταυτόσημο με το πλῆσμα
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πλησίος
Πηγές
επεξεργασία- πλησίασμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.