πλησίασις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πλησίασῐς | αἱ | πλησιάσεις | ||||
γενική | τῆς | πλησιάσεως | τῶν | πλησιάσεων | ||||
δοτική | τῇ | πλησιάσει | ταῖς | πλησιάσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πλησίασῐν | τὰς | πλησιάσεις | ||||
κλητική ὦ! | πλησίασῐ | πλησιάσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλησιάσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πλησιασέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλησίασις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πλησιά(ζω) + -σις
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλησίασις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- άλλη μορφή του πλησιασμός
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη πλησίος
Πηγές επεξεργασία
- πλησίασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.