πλῆσμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πλῆσμᾰ | τὰ | πλήσμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | πλήσμᾰτος | τῶν | πλησμᾰ́των |
δοτική | τῷ | πλήσμᾰτῐ | τοῖς | πλήσμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | πλῆσμᾰ | τὰ | πλήσμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | πλῆσμᾰ | πλήσμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλήσμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πλησμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλῆσμα < πίμπλημι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλῆσμα, -ατος ουδέτερο
- (μεταφορικά, κυριολεκτικά) γέμισμα, κορεσμός, χόρτασμα
- (για ζώα) γονιμοποίηση, γκάστρωμα
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 23 @scaife.perseus
- Ἴσχει δὲ γάλα κύουσα δεκάμηνος οὖσα. Τεκοῦσα δὲ βιβάζεται ἑβδόμῃ ἡμέρᾳ, καὶ μάλιστα δέχεται τὸ πλῆσμα ταύτῃ βιβασθεῖσα τῇ ἡμέρᾳ, λαμβάνει δὲ καὶ ὕστερον. Ἐὰν δὲ μὴ τέκῃ πρὶν τὸ γνῶμα λιπεῖν, οὐκέτι λαμβάνει πλῆσμα οὐδὲ κυΐσκεται τοῦ λοιποῦ βίου παντός.
- ΣτΕ: Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην αναπαραγωγική διαδικασία των γαϊδουριών.
- ≈ συνώνυμα: πλησίασμα, πλησιασμός
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 23 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πλῆσμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- πλῆσμα σελ.5887 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)