αναπαραγωγικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναπαραγωγικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααναπαραγωγικός
- που αναφέρεται στην αναπαραγωγή
- τα αναπαραγωγικά όργανα των λουλουδιών είναι οι στήμονες και ο ύπερος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναπαραγωγικός