reproductif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | reproductif | reproductifs |
θηλυκό | reproductive | reproductives |
Επίθετο επεξεργασία
reproductif (fr)
- αναπαραγωγικός, που αναπαράγει
- αναπαραγωγικός, σχετικός με την αναπαραγωγή