Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χόρτασμα τα χορτάσματα
      γενική του χορτάσματος των χορτασμάτων
    αιτιατική το χόρτασμα τα χορτάσματα
     κλητική χόρτασμα χορτάσματα
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χόρτασμα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή χόρτασμα (ζωοτροφή ή τορφή για ανθρώπους) < αρχαία ελληνική χορτάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈxoɾ.ta.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χόρ‐τα‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χόρτασμα ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χόρτασμᾰ τὰ χορτάσμᾰτ
      γενική τοῦ χορτάσμᾰτος τῶν χορτασμᾰ́των
      δοτική τῷ χορτάσμᾰτ τοῖς χορτάσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ χόρτασμᾰ τὰ χορτάσμᾰτ
     κλητική ! χόρτασμᾰ χορτάσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χορτάσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  χορτασμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χόρτασμα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική χορτάζω, χορτασ- + -μα
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: χόρτασμα (με διαφορετική σημασία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χόρτασμα, -ατος ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. ζωοτροφή, όπως σανός
  2. τροφή για ανθρώπους

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις χορτάζω και χόρτος

  Πηγές επεξεργασία