σανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σανός | οι | σανοί |
γενική | του | σανού | των | σανών |
αιτιατική | τον | σανό | τους | σανούς |
κλητική | σανέ | σανοί | ||
Επίσης, χρήση του πληθυντικού «τα σανά» από το ουδέτερο «το σανό». | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σανός < σλαβικής προέλευσης seno[1] < πρωτοσλαβική *sěno (πβ. βουλγαρικά: сено)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /saˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐νός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σανός αρσενικό
- ξεραμένα χόρτα (τριφύλλι, βρόμη κ.ά.), που θερίζονται πριν φτάσουν στην ωρίμανση και αποθηκεύονται για ζωοτροφή
- (περιληπτικό, για τη συγκομιδή) → δείτε τη λέξη σανά (ουδέτερο πληθυντικός)
- ⮡ πούλησε τα σανά του
Άλλες μορφές
επεξεργασία- σανό (ουδέτερο)
Εκφράσεις
επεξεργασία- τρώω σανό: είμαι ανόητος, δεν καταλαβαίνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σανός
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.