Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σανοπώλης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σανοπώλ
ης
οι
σανοπώλ
ες
γενική
του
σανοπώλ
η
των
σανοπωλ
ών
αιτιατική
τον
σανοπώλ
η
τους
σανοπώλ
ες
κλητική
σανοπώλ
η
σανοπώλ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σανοπώλης
<
σανός
+
-ο-
+
-πώλης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σανοπώλης
αρσενικό
(
παρωχημένο
,
επάγγελμα
) ο
έμπορος
που
πουλάει
σανό
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
σανός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σανοπώλης
τουρκικά
:
samancı
(tr)