άχυρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άχυρο | τα | άχυρα |
γενική | του | άχυρου | των | άχυρων |
αιτιατική | το | άχυρο | τα | άχυρα |
κλητική | άχυρο | άχυρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- άχυρο < μεσαιωνική ελληνική ἄχυρο < αρχαία ελληνική ἄχυρον[1] < αρχαία ελληνική ἄχνη (η φλούδα του σιταριού)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.çi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐χυ‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία

άχυρο ουδέτερο
- άχυρο από σιτάρι / κριθάρι / σίκαλη
- μικρά κομμάτια από άχυρο που χρησιμοποιούνται ως τροφή μεγάλων ζώων
- κρύφτηκε πίσω από ένα σωρό άχυρα στο στάβλο
- (μεταφορικά) αυτό που θυμίζει άχυρο στη γεύση ή στο χρώμα, το άνοστο
- ψωμί σαν άχυρο
Εκφράσεις
επεξεργασία- γυρεύω / ψάχνω ψύλλους στα άχυρα: αναζητώ μάταια πράγματα που είναι δύσκολο να βρεθούν
- έχει άχυρα (μέσα) στο κεφάλι του: δεν έχει μυαλό, είναι τελείως βλάκας
- δεν ξέρει να μοιράσει δύο γαϊδάρων (τα) άχυρα: δεν μπορεί να σκεφτεί τα πιο απλά ζητήματα
- (δεν) τρώω άχυρα: (δεν) είμαι εύπιστος ή ανόητος
- ≈ συνώνυμα: (δεν) τρώω κουτόχορτο, (δεν) τρώω σανό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
άχυρο
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ άχυρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας