Επίθετο

επεξεργασία

straw (en) (χωρίς παραθετικά)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
straw straws

straw (en)

  1. το άχυρο, βλαστός δημητριακού
  2. το καλαμάκι