palla
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- palla <
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpalla (it)
- η μπάλα, σφαιρικό αντικείμενο κατασκευασμένο από δέρμα, καουτσούκ ή άλλο υλικό με το οποίο μπορεί κάποιος να παίξει
- (γεωμετρία) το τμήμα του χώρου που περιέχεται μέσα σε μια σφαίρα
- αέρας, το πανί που καλύπτει το Άγιο Δισκοπότηρου στη λειτουργία
- (στον πληθυντικό) κτύπημα στους όρχεις
- εραλδικό σύμβολο
Συνώνυμα
επεξεργασία
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpalla (ca)
- το άχυρο
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpalla (la)
Σαρδηνιακά (sc)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpalla
- το άχυρο