αρχαία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾˈçe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χαί‐α
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίααρχαία
- με αρχαίο ύφος ή τρόπο
- ※ όταν, μετά την απελευθέρωση, έπεσαν απάνω στην απλοϊκή μικρούλα Ελλάδα όλοι οι δασκάλοι κι ήθελαν να την ντύσουν αρχαία, να μιλάει αρχαία, να κυβερνιέται αρχαία, ο Κολοκοτρώνης κουνούσε το μυαλωμένο νηφάλιο κεφάλι του με θυμό και περγέλιο.
- ⌘ Νίκος Καζαντζάκης (1η έκδ.1961) Ταξιδεύοντας: Ιταλία - Αίγυπτος - Σινά - Ιερουσαλήμ - Κύπρος - Ο Μοριάς, Ο Μοριάς, IX. Ο Γέρος του Μοριά. Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη, 2011, ανατύπωση.
- ≈ συνώνυμα: αρχαϊκά
- ※ όταν, μετά την απελευθέρωση, έπεσαν απάνω στην απλοϊκή μικρούλα Ελλάδα όλοι οι δασκάλοι κι ήθελαν να την ντύσουν αρχαία, να μιλάει αρχαία, να κυβερνιέται αρχαία, ο Κολοκοτρώνης κουνούσε το μυαλωμένο νηφάλιο κεφάλι του με θυμό και περγέλιο.
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αρχαία | ||
γενική | των | αρχαίων | ||
αιτιατική | τα | αρχαία | ||
κλητική | αρχαία | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
αρχαία < αρχαία ελληνικά με παράλειψη του ελληνικά
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχαία ουδέτερο στον πληθυντικό
- (προφορικό) οι αρχαιότητες
- ⮡ Θα πάμε εκδρομή στο Χ, να δούμε και τ' αρχαία.
- (προφορικό, γλώσσα, εκπαίδευση) τα αρχαία ελληνικά, ως γλώσσα και ως σχολικό μάθημα
- ⮡ αύριο θα γράψουμε διαγώνισμα στα αρχαία
Ετυμολογία 3
επεξεργασίααρχαία: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααρχαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αρχαίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αρχαίος