Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αρχαϊκά < αρχαϊκός

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

αρχαϊκά

  1. με αρχαϊκό τρόπο
  2. μιμούμενος την αρχαιότητα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία