τήβεννος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τήβεννος | οι | τήβεννοι |
γενική | της | τηβέννου | των | τηβέννων |
αιτιατική | την | τήβεννο | τις | τηβέννους |
κλητική | τήβεννε | τήβεννοι | ||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τήβεννος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τήβεννος, παράλληλος τύπος του τήβεννα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈti.ve.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τή‐βεν‐νος
Ουσιαστικό επεξεργασία
τήβεννος θηλυκό
- (ιστορία, ενδυμασία στην αρχαιότητα) η ρωμαϊκή τόγα
- (ενδυμασία) μακρύ, ριχτό σκούρο ένδυμα, παρόμοιο με ράσο που φορούν σε επίσημες τελετές πανεπιστημιακοί, ακαδημαϊκοί, ή ανώτεροι δικαστές
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρωμαϊκή τήβεννος
|
πανεπιστημιακή τήβεννος
|
Πηγές επεξεργασία
- τήβεννος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τήβεννος | αἱ | τήβεννοι | ||||
γενική | τῆς | τηβέννου | τῶν | τηβέννων | ||||
δοτική | τῇ | τηβέννῳ | ταῖς | τηβέννοις | ||||
αιτιατική | τὴν | τήβεννον | τὰς | τηβέννους | ||||
κλητική ὦ! | τήβεννε | τήβεννοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τηβέννω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | τηβέννοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τήβεννος → δείτε τη λέξη τήβεννα
Ουσιαστικό επεξεργασία
τήβεννος θηλυκό
- (ενδυμασία) άλλη μορφή του τήβεννα
Πηγές επεξεργασία
- τήβεννος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.