Δείτε επίσης: Τήβεννος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τήβεννος οι τήβεννοι
      γενική της τηβέννου των τηβέννων
    αιτιατική την τήβεννο τις τηβέννους
     κλητική τήβεννε τήβεννοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ρωμαϊκή τόγα ή τήβεννος.
 
Πανεπιστημιακή τήβεννος.

  Ετυμολογία επεξεργασία

τήβεννος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τήβεννος, παράλληλος τύπος του τήβεννα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈti.ve.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τή‐βεν‐νος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τήβεννος θηλυκό

  1. (ιστορία, ενδυμασία στην αρχαιότητα) η ρωμαϊκή τόγα
  2. (ενδυμασία) μακρύ, ριχτό σκούρο ένδυμα, παρόμοιο με ράσο που φορούν σε επίσημες τελετές πανεπιστημιακοί, ακαδημαϊκοί, ή ανώτεροι δικαστές

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τήβεννος αἱ τήβεννοι
      γενική τῆς τηβέννου τῶν τηβέννων
      δοτική τῇ τηβένν ταῖς τηβέννοις
    αιτιατική τὴν τήβεννον τὰς τηβέννους
     κλητική ! τήβεννε τήβεννοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τηβέννω
γεν-δοτ τοῖν  τηβέννοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τήβεννος → δείτε τη λέξη τήβεννα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τήβεννος θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία