πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ράσο τα ράσα
      γενική του ράσου των ράσων
    αιτιατική το ράσο τα ράσα
     κλητική ράσο ράσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ράσο ορθόδοξου παπά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ράσο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ράσον < λατινική rasum (ρούχο από τραχύ ύφασμα), αιτιατική του rasus (ξυσμένος, λειασμένος) [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.