χιτώνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χιτώνας | οι | χιτώνες |
γενική | του | χιτώνα | των | χιτώνων |
αιτιατική | τον | χιτώνα | τους | χιτώνες |
κλητική | χιτώνα | χιτώνες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χιτώνας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χιτών, αιτιατική τὸν χιτῶνα[1] < σημιτικής προέλευσης *kittan < ακκαδική kitû / kita’um (λινάρι, λινός) < σουμεριακή gada
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çiˈto.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χι‐τώ‐νας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχιτώνας αρσενικό
- (ιστορία, ενδυμασία) ανδρικό και γυναικείο ένδυμα κατά την αρχαιότητα από λινό ή μάλλινο ύφασμα που το φορούσαν κατάσαρκα
- χειριδωτός χιτώνας (με μανίκια)
- ποδήρης χιτώνας (μακρύς, μέχρι τον αστράγαλο)
- (ανατομία, βιολογία) ιστός που μοιάζει με μεμβράνη και περιβάλλει όργανα
Συγγενικά
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χιτώνας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χιτώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας