πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χιτώνας οι χιτώνες
      γενική του χιτώνα των χιτώνων
    αιτιατική τον χιτώνα τους χιτώνες
     κλητική χιτώνα χιτώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αρχαιοελληνικός χιτώνας σε γκραβούρα του 19 αι.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χιτώνας αρσενικό

  1. (ιστορία, ενδυμασία) ανδρικό και γυναικείο ένδυμα κατά την αρχαιότητα από λινό ή μάλλινο ύφασμα που το φορούσαν κατάσαρκα
    χειριδωτός χιτώνας (με μανίκια)
    ποδήρης χιτώνας (μακρύς, μέχρι τον αστράγαλο)
  2. (ανατομία, βιολογία) ιστός που μοιάζει με μεμβράνη και περιβάλλει όργανα
    αμφιβληστροειδής χιτώνας

Συγγενικά

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία