ακκαδικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακκαδικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ακκαδικός στον πληθυντικό
Προφορά
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ακκαδικά | ||
γενική | των | ακκαδικών | ||
αιτιατική | τα | ακκαδικά | ||
κλητική | ακκαδικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ΔΦΑ : /a.ka.ðiˈka/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακκαδικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) σημιτική γλώσσα που ομιλούταν στην αρχαία Μεσοποταμία από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. έως και τον 8ο αιώνα π.Χ.