μεμβράνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μεμβράνη < ελληνιστική κοινή μεμβρᾶνα < λατινική membrana
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /meɱˈvɾa.ni/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεμβράνη και μεμβράνα θηλυκό
- διαχωριστικό μέσο, το οποίο δύναται να διαχωρίσει ένα μείγμα ουσιών σε δύο επιμέρους κλάσματα, ένα σε κάθε πλευρά του
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
μεμβράνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεμβράνη
|