υμένας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υμένας | οι | υμένες |
γενική | του | υμένα | των | υμένων |
αιτιατική | τον | υμένα | τους | υμένες |
κλητική | υμένα | υμένες | ||
όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υμένας < αρχαία ελληνική ὑμήν
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υμένας αρσενικό
- πολύ λεπτός ιστός που περιβάλλει ένα όργανο