παρθενικός υμένας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρθενικός υμένας < → δείτε τις λέξεις παρθενικός και υμένας• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαρθενικός υμένας αρσενικό
- (ανατομία) λεπτή μεμβράνη βλεννογόνου ιστού που καλύπτει πλήρως ή εν μέρει το εξωτερικό άνοιγμα του γυναικείου κόλπου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παρθενικός υμένας