βλεννογόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβλεννογόνος, -ος/-α, -ο
- αυτός που εκκρίνει βλέννα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβλεννογόνος αρσενικό
- (ανατομία) ο υμένας που καλύπτει - επενδύει την εσωτερική επιφάνεια όλων των κοίλων οργάνων του σώματος