βλεννογόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βλεννογόνος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική blennogène < αρχαία ελληνική βλέννα + -γόνος < γίγνομαι
Επίθετο
επεξεργασία
βλεννογόνος, -ος/-α, -ο
- που εκκρίνει βλέννα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βλεννογόνος αρσενικό
- (ανατομία) υγρός και μαλακός ιστός που επενδύει εσωτερικές κοιλότητες του σώματος, εκκρίνοντας βλέννα για προστασία και λίπανση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- βλεννογόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βλεννογόνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- βλεννογόνος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)