λίπανση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λίπανση | οι | λιπάνσεις |
γενική | της | λίπανσης* | των | λιπάνσεων |
αιτιατική | τη | λίπανση | τις | λιπάνσεις |
κλητική | λίπανση | λιπάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λιπάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λίπανση < ελληνιστική κοινή λίπανσις < αρχαία ελληνική λιπαίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλίπανση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του λιπαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία λίπανση