λίπανσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λίπανσῐς | αἱ | λιπάνσεις | ||||
γενική | τῆς | λιπάνσεως | τῶν | λιπάνσεων | ||||
δοτική | τῇ | λιπάνσει | ταῖς | λιπάνσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | λίπανσῐν | τὰς | λιπάνσεις | ||||
κλητική ὦ! | λίπανσῐ | λιπάνσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λιπάνσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | λιπανσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λίπανσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λιπαίνω, λιπαν- -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλίπανσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- επάλειψη με μύρο
- επάλειψη με λίπος (και στην καθαρεύουσα)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λίπος
Πηγές
επεξεργασία- λίπανσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.