ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λίπανσῐς αἱ λιπάνσεις
      γενική τῆς λιπάνσεως τῶν λιπάνσεων
      δοτική τῇ λιπάνσει ταῖς λιπάνσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λίπανσῐν τὰς λιπάνσεις
     κλητική ! λίπανσῐ λιπάνσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λιπάνσει
γεν-δοτ τοῖν  λιπανσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λίπανσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λιπαίνω, λιπαν- -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λίπανσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. επάλειψη με μύρο
  2. επάλειψη με λίπος (και στην καθαρεύουσα)

Συγγενικά

επεξεργασία