λιπαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιπαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιπαίνω και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική engraisser[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /liˈpe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐παί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαλιπαίνω, αόρ.: λίπανα, παθ.φωνή: λιπαίνομαι, π.αόρ.: λιπάνθηκα, μτχ.π.π.: λιπασμένος
- αλείφω ή εφοδιάζω με λιπαρή ουσία, πχ λάδι ή ορυκτέλαιο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη λίπος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λιπαίνω | λίπαινα | θα λιπαίνω | να λιπαίνω | λιπαίνοντας | |
β' ενικ. | λιπαίνεις | λίπαινες | θα λιπαίνεις | να λιπαίνεις | λίπαινε | |
γ' ενικ. | λιπαίνει | λίπαινε | θα λιπαίνει | να λιπαίνει | ||
α' πληθ. | λιπαίνουμε | λιπαίναμε | θα λιπαίνουμε | να λιπαίνουμε | ||
β' πληθ. | λιπαίνετε | λιπαίνατε | θα λιπαίνετε | να λιπαίνετε | λιπαίνετε | |
γ' πληθ. | λιπαίνουν(ε) | λίπαιναν λιπαίναν(ε) |
θα λιπαίνουν(ε) | να λιπαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λίπανα | θα λιπάνω | να λιπάνω | λιπάνει | ||
β' ενικ. | λίπανες | θα λιπάνεις | να λιπάνεις | λίπανε | ||
γ' ενικ. | λίπανε | θα λιπάνει | να λιπάνει | |||
α' πληθ. | λιπάναμε | θα λιπάνουμε | να λιπάνουμε | |||
β' πληθ. | λιπάνατε | θα λιπάνετε | να λιπάνετε | λιπάνετε | ||
γ' πληθ. | λίπαναν λιπάναν(ε) |
θα λιπάνουν(ε) | να λιπάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λιπάνει | είχα λιπάνει | θα έχω λιπάνει | να έχω λιπάνει | ||
β' ενικ. | έχεις λιπάνει | είχες λιπάνει | θα έχεις λιπάνει | να έχεις λιπάνει | ||
γ' ενικ. | έχει λιπάνει | είχε λιπάνει | θα έχει λιπάνει | να έχει λιπάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε λιπάνει | είχαμε λιπάνει | θα έχουμε λιπάνει | να έχουμε λιπάνει | ||
β' πληθ. | έχετε λιπάνει | είχατε λιπάνει | θα έχετε λιπάνει | να έχετε λιπάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν λιπάνει | είχαν λιπάνει | θα έχουν λιπάνει | να έχουν λιπάνει |
|
Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιπαίνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λιπαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας