Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιπαντικός η λιπαντική το λιπαντικό
      γενική του λιπαντικού της λιπαντικής του λιπαντικού
    αιτιατική τον λιπαντικό τη λιπαντική το λιπαντικό
     κλητική λιπαντικέ λιπαντική λιπαντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιπαντικοί οι λιπαντικές τα λιπαντικά
      γενική των λιπαντικών των λιπαντικών των λιπαντικών
    αιτιατική τους λιπαντικούς τις λιπαντικές τα λιπαντικά
     κλητική λιπαντικοί λιπαντικές λιπαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιπαντικός < λιπαίνω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

λιπαντικός

  1. που έχει σχέση με λίπανση ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) λιπαντικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία