λιπαντικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιπαντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λιπαντικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιπαντικό ουδέτερο
- (μηχανολογία): υγρό ή ημίρρευστο που χρησιμοποιείται για τη λίπανση μηχανών ή μηχανισμών, όπως το γράσο ή το λάδι μηχανής
- τα συνθετικά λιπαντικά αντικαθιστούν τα ορυκτέλαια στους κινητήρες των αυτοκινήτων
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
λιπαντικό
- αιτιατική ενικού του λιπαντικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του λιπαντικός