μηχανέλαιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μηχανέλαιο | τα | μηχανέλαια |
γενική | του | μηχανέλαιου & μηχανελαίου |
των | μηχανέλαιων & μηχανελαίων |
αιτιατική | το | μηχανέλαιο | τα | μηχανέλαια |
κλητική | μηχανέλαιο | μηχανέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμηχανέλαιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηχανέλαιο
|