γράσο (1)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γράσο τα γράσα
      γενική του γράσου των γράσων
    αιτιατική το γράσο τα γράσα
     κλητική γράσο γράσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γράσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική grasso < δημώδης λατινική *grassus < λατινική crassus < παλαιά λατινικά *cartsus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kert-: υφαίνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γράσο ουδέτερο

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία