γρασάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γρασάρισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γρασάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του γρασάρω, η λίπανση με γράσο
Μεταφράσεις επεξεργασία
γρασάρισμα
|
γρασάρισμα ουδέτερο
|