Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γρασάρισμα τα γρασαρίσματα
      γενική του γρασαρίσματος των γρασαρισμάτων
    αιτιατική το γρασάρισμα τα γρασαρίσματα
     κλητική γρασάρισμα γρασαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γρασάρισμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γρασάρισμα ουδέτερο

  • η ενέργεια του γρασάρω, η λίπανση με γράσο

  Μεταφράσεις επεξεργασία