Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γρασάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γρασάρισμα
τα
γρασαρίσμα
τ
α
γενική
του
γρασαρίσμα
τ
ος
των
γρασαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
γρασάρισμα
τα
γρασαρίσμα
τ
α
κλητική
γρασάρισμα
γρασαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γρασάρισμα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γρασάρισμα
ουδέτερο
η ενέργεια του
γρασάρω
, η λίπανση με γράσο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γρασάρισμα
γαλλικά
:
graissage
(fr)