Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

grease (en)

  1. λιωμένο ή μαλακό ζωικό λίπος
  2. οποιαδήποτε ουσία έχει ελαιώδη υφή, πχ η μπριγιαντίνη

  Ρήμα επεξεργασία

grease (en)

  1. βάζω λίπος ή άλλη ουσία για να λιπάνω, γρασάρω
  2. λαδώνω (δωροδοκώ)

Εκφράσεις επεξεργασία

  1. grease (someone's) palm: λαδώνω (δωροδοκώ)