grease
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgrease (en)
- λιωμένο ή μαλακό ζωικό λίπος
- οποιαδήποτε ουσία έχει ελαιώδη υφή, πχ η μπριγιαντίνη
Ρήμα
επεξεργασίαgrease (en)
- βάζω λίπος ή άλλη ουσία για να λιπάνω, γρασάρω
- ⮡ a greased engine - λιπασμένη μηχανή
- λαδώνω (δωροδοκώ)