Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
grease
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Ρήμα
1.2.1
Εκφράσεις
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
grease
(en)
λιωμένο ή μαλακό ζωικό
λίπος
οποιαδήποτε ουσία έχει ελαιώδη υφή, πχ η
μπριγιαντίνη
Ρήμα
επεξεργασία
grease
(en)
βάζω λίπος ή άλλη ουσία για να λιπάνω,
γρασάρω
λαδώνω
(
δωροδοκώ
)
Εκφράσεις
επεξεργασία
grease (someone's) palm
:
λαδώνω
(
δωροδοκώ
)